Бык στα ελληνικά
Μετάφραση: бык, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποβάθρα, ταύρος, βούλα, μόλος, κάρτα στον, την κάρτα στον, ταύρο, ταύρου
Μεταφράσεις
- бывалый στα ελληνικά - γέρικος, παλαιός, πρώην, γέρος, έμπειρος, βιώσει, έμπειρους, ...
- бывать στα ελληνικά - συχνάζω, διαδραματίζω, διανύω, συμβαίνω, συχνός, είμαι, βρίσκομαι, ...
- былинка στα ελληνικά - λεπίδα, λεπίδας, λεπίδων, πτερυγίου, blade
- былое στα ελληνικά - περασμένος, παρελθόν, πρώην, πρώτη, προηγούμενο, πρώτο, προηγούμενη
Τυχαίες λέξεις
Бык στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποβάθρα, ταύρος, βούλα, μόλος, κάρτα στον, την κάρτα στον, ταύρο, ταύρου
Μεταφράσεις: αποβάθρα, ταύρος, βούλα, μόλος, κάρτα στον, την κάρτα στον, ταύρο, ταύρου