Вагончик στα ελληνικά

Μετάφραση: вагончик, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νταλίκα, τροχόσπιτο, τροχόσπιτου, καραβάνι, τροχόσπιτα, τροχόσπιτων
Вагончик στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вагонетка στα ελληνικά - φορτηγό, κούρσα, βαγόνι, άμαξα, καροτσάκι, τρόλεϊ, άμαξας, ...
  • вагоновожатый στα ελληνικά - οδηγός, motorman
  • вагранка στα ελληνικά - τρούλος, θόλος, τρούλο, θόλο, τρούλου
  • важнейший στα ελληνικά - σημαντικός, ταγματάρχης, ηγετικός, πρώτος, καρδινάλιος, πρωταρχικός, κύριος, ...
Τυχαίες λέξεις
Вагончик στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νταλίκα, τροχόσπιτο, τροχόσπιτου, καραβάνι, τροχόσπιτα, τροχόσπιτων