Важничать στα ελληνικά

Μετάφραση: важничать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποθέτω, θέσει σε, τεθεί σε, που διατίθενται στην, διατίθενται στην, διατεθεί στην
Важничать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • важнейший στα ελληνικά - σημαντικός, ταγματάρχης, ηγετικός, πρώτος, καρδινάλιος, πρωταρχικός, κύριος, ...
  • важничанье στα ελληνικά - snootiness
  • важничающий στα ελληνικά - αποπνικτικός, σπουδαίος, σημαντικός, αυτάρεσκος, φαντασμένος, αλαζόνων, υπεροπτικά
  • важность στα ελληνικά - επιτόκιο, επίπτωση, ανησυχία, συνέπεια, βαρύτητα, ενδιαφέρον, εισάγω, ...
Τυχαίες λέξεις
Важничать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποθέτω, θέσει σε, τεθεί σε, που διατίθενται στην, διατίθενται στην, διατεθεί στην