Вдвойне στα ελληνικά
Μετάφραση: вдвойне, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σωσίας, διπλασιάζω, διπλός, διπλάσια, διπλά, διπλής, διπλή, διττώς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вдвое στα ελληνικά - διπλασιάζω, σωσίας, διπλός, δυο φορές, δύο φορές, δύο φορές την, διπλάσιο, ...
- вдвоем στα ελληνικά - μαζί, διπλό, διπλή, διπλής, διπλά, διπλού
- вдвоём στα ελληνικά - μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, καθώς και
- вдевать στα ελληνικά - βάζω, κλωστή, τοποθετώ, μίτος, vdevat
Τυχαίες λέξεις
Вдвойне στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σωσίας, διπλασιάζω, διπλός, διπλάσια, διπλά, διπλής, διπλή, διττώς
Μεταφράσεις: σωσίας, διπλασιάζω, διπλός, διπλάσια, διπλά, διπλής, διπλή, διττώς