Вдохновитель στα ελληνικά

Μετάφραση: вдохновитель, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έμπνευση, εγκέφαλος, ιθύνων, ιθύνων νους, mastermind, ιθύνοντα
Вдохновитель στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вдохновение στα ελληνικά - έμπνευση, έμπνευσης, την έμπνευση, πηγή έμπνευσης, έμπνευσή
  • вдохновенный στα ελληνικά - εμπνευσμένος, εμπνευσμένη, εμπνευσμένο, εμπνευσμένα, ενέπνευσε
  • вдохновительный στα ελληνικά - εμπνέει, έμπνευση, εμπνέοντας, εμπνευσμένη, εμπνευσμένο
  • вдохновить στα ελληνικά - εμπνέω, εμπνεύσει, εμπνέουν, εμπνέει, να εμπνεύσει, εμπνεύσουν
Τυχαίες λέξεις
Вдохновитель στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έμπνευση, εγκέφαλος, ιθύνων, ιθύνων νους, mastermind, ιθύνοντα