Λέξη: μόριο

Σχετικές λέξεις: μόριο

μόριο γλυκόζης, μόριο άτομο, μόριο υδρογόνου, μόριο νερού, μόριο φυσική, μόριο χλωροφύλλης, μόριο του θεού, μόριο σιδήρου, μόριο dna, μόριο οξυγόνου

Συνώνυμα: μόριο

ελάχιστο τί, στιγμή, σωματίδιο, ελάχιστο, σωμάτιο, αιμοσφαίριο

Μεταφράσεις: μόριο

μόριο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
particle, molecule, molecule of, the molecule, molecule is

μόριο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
partícula, molécula, molécula de, la molécula, moléculas, molécula del

μόριο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
partikel, n, teilchen, Molekül, Moleküls

μόριο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
particule, parcelle, corpuscule, molécule, molécule de, molécules, la molécule

μόριο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
particola, particella, molecola, molecola di, molecole, molecola del, molecule

μόριο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
participe, partículas, partícula, participar, molécula, molécula de, mol�ula, mol�ula de, moléculas

μόριο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
deel, item, jaartelling, deeltje, molecuul, molecule, moleculen

μόριο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пылинка, частица, частное, зерно, суффикс, префикс, статья, часть, крупица, частичка, доля, молекула, молекулы, молекулу, молекулой, молекул

μόριο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
partikkel, molekyl, molekylet

μόριο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
molekyl, molekylen

μόριο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
siru, osanen, partikkeli, hiven, hiukkanen, molekyyli, molekyylin, molekyyliä, molekyyliin

μόριο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
partikel, molekyle, molekylet

μόριο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
částečka, částice, molekula, molekuly, molekulu, molekulou

μόριο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
partykuła, cząsteczka, cząstka, drobina, molekuła, cząsteczki, cząsteczką, cząsteczkę

μόριο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
molekula, molekulát, molekulában

μόριο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
molekül, molekülü, molekülünün, molekülün

μόριο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стаття, частка, крупиця, префікс, суфікс, молекула

μόριο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
molekulë, molekula, molekula e, molekule, molekulë e

μόριο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
частица, молекула, молекулата, молекула на, молекули

μόριο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
малекула

μόριο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
osake, partikkel, molekul, molekuli, molekulis, molekuliga

μόριο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dio, čestice, partikula, trun, djelić, čestica, molekula, molekule, molekulu, molekula koja, molekul

μόριο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sameind, sameindin, sameindir, sameindarinnar, sameind sem

μόριο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dalelytė, molekulė, molekulės, molekulę, molekule

μόριο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kripatiņa, daļiņa, molekula, molekulu, molekulas

μόριο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
молекула, молекул, молекулата, молекулот, молекули

μόριο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
moleculă, molecula, molecule, moleculă de, molecula de

μόριο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
molekula, molekulo, molekule

μόριο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
molekula, molekuly

Στατιστικά δημοτικότητας: μόριο

Τυχαίες λέξεις