Λέξη: φιλόνικος

Συνώνυμα: φιλόνικος

ετερόκλητος, καυγατζής, κομματιαστός, δύστροπος, αμφισβητήσιμος, διαμφισβητούμενος, εριστικός

Μεταφράσεις: φιλόνικος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
quarrelsome, shrewish, disputatious, scrappy, contentious
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
de mal genio, regañona, shrewish, gruñona, mal genio
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zänkisch, streitsüchtig, shrewish, zänkische, zänkischen, boshaft
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
batailleur, acariâtre, belliqueux, brouillon, querelleur, agressif, hargneux, mégère, shrewish, acariâtres, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
litigioso, attaccabrighe, bisbetico, bisbetica, shrewish
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rabugento, de mau gênio, shrewish, rabugenta, megera
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
feeksachtig, kijfziek, shrewish
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
привязчивый, придирчивый, сварливый, скандальный, неуживчивый, бранчливый, вздорный, драчливый, сварливая, сварливой
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
shrewish
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
shrewish
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
eripurainen, äkäinen
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
arrig
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
svárlivý, hašteřivý, hádavý, vychytralý, hašteřivá
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kłótliwy, czupurny, swarliwy, napastliwy, zadziorny, niezgodny, jędzowaty
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
zsémbes, házsártos
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kavgacı, hırçın, shrewish, zilli, şirret
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сварки, сварливий, сварлива, сердиту
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gërnjar
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
опърничав, свадлив, свадлива, опърничава
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сварлівы, ядавіты
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
riiakas, Äkäinen
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izazivački, svadljiv, prgav, goropadan
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
shrewish
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
barningas, ardus, vaidingas, Jędzowaty, Leis
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ļauns
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
shrewish
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
shrewish
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Svadljiv
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hádavý, hašterivý, prefíkaný, prešibaný, vychytralý, šikovný, ľstivý
Τυχαίες λέξεις