Вдыхание στα ελληνικά

Μετάφραση: вдыхание, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φιλοδοξία, απορρόφηση, βλέψη, εισπνοή, έμπνευση, εισπνοής, την εισπνοή, όταν εισπνέεται, της εισπνοής
Вдыхание στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вдумчивый στα ελληνικά - προσεκτικός, σκεπτικός, στοχαστικό, στοχαστικός, στοχαστική
  • вдумываться στα ελληνικά - πηγαίνω, θεωρώ, ξανασκέφτομαι, σκεφτεί πέρα, σκεφτεί πέρα από, σκεφτούν, σκεφτούμε πάνω
  • вдыхательный στα ελληνικά - εισπνευστική, εισπνοής, εισπνευστικής, εισπνοής που, εισπνευστικό
  • вдыхать στα ελληνικά - εμπνέω, εισπνέω, αναπνέω, αναπνέετε, αναπνέει, αναπνέουν, αναπνεύσει
Τυχαίες λέξεις
Вдыхание στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φιλοδοξία, απορρόφηση, βλέψη, εισπνοή, έμπνευση, εισπνοής, την εισπνοή, όταν εισπνέεται, της εισπνοής