Верховенство στα ελληνικά

Μετάφραση: верховенство, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ηγεμονία, ηγεσία, κυριαρχία, υπεροχή, υπεροχής, την υπεροχή, κυριαρχίας
Верховенство στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • верхнечелюстной στα ελληνικά - άνω γνάθος, άνω γνάθου, της άνω γνάθου, γνάθου, γναθικό
  • верхний στα ελληνικά - άνω, κορυφή, ανώτερος, πάνω, επάνω, κορυφαία, top
  • верховенствовать στα ελληνικά - verhovenstvovat
  • верховный στα ελληνικά - αυτεξούσιος, κυρίαρχος, ψηλός, ανώτατος, ηγεμόνας, υπέρτατος, Ανώτατο, ...
Τυχαίες λέξεις
Верховенство στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ηγεμονία, ηγεσία, κυριαρχία, υπεροχή, υπεροχής, την υπεροχή, κυριαρχίας