Λέξη: χρονικό
Σχετικές λέξεις: χρονικό
χρονικό διάστημα english, χρονικό 25ης μαρτίου, χρονικό της άλωσης, χρονικό 1821, χρονικό του μορέως, χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου, χρονικό 25 μαρτίου, χρονικό του γαλαξειδίου, χρονικό επίρρημα, χρονικό του 20ου αιώνα
Συνώνυμα: χρονικό
χρονικά
Μεταφράσεις: χρονικό
χρονικό στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
chronicle, time, period, period of, a time
χρονικό στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
crónica, crónica de, la crónica, crónica de la, la Crónica de
χρονικό στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
chronik, aufzeichnung, Chronik, Chronicle
χρονικό στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
consigner, chronique, noter, enregistrer, Chronicle, la chronique, chronique de, chroniques
χρονικό στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cronaca, chronicle, la cronaca, cronache, cronistoria
χρονικό στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
crônica, Chronicle, crónica, Crônica da, a Crônica
χρονικό στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kroniek, Chronicle, stelt te boek, kroniek van, te boek
χρονικό στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отмечать, хронограф, отметить, летопись, хроника, летописец, запись, регистрация, указывать, указано
χρονικό στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
krønike, krøniken, kronikk, kilde, chronicle
χρονικό στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
krönika, krönikan, chronicle, en krönika
χρονικό στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
historia, kertomus, kronikka, aikakirja, Chronicle, kronikan, kronikkaa
χρονικό στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
krønike, Chronicle, krøniken, kronik
χρονικό στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zaznamenat, zapsat, kronika, Chronicle, kronikou, kroniky, kronice
χρονικό στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
notować, kronika, Chronicle, kroniką, kronikę, kroniki
χρονικό στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
krónika, Chronicle, krónikája, krónikájában, krónikáját
χρονικό στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kronik, chronicle, kronik bir, kronolojik, hikâyesi
χρονικό στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відзначати, літописець, хроніка, відзначити, урядових заходів, хроніки
χρονικό στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kronikë, kronika, kronikën, kronike, kronikë e
χρονικό στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
хроника, летопис, хрониката, Chronicle
χρονικό στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хроніка, Кроніка
χρονικό στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kroonika, ajaraamat, kroonikas, Chronicle, kroonikat
χρονικό στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kronika, Chronicle, kroniku, hronika, kronici
χρονικό στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Annáll, Chronicle
χρονικό στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kronika, metraštis, chronicle, kronikoje, kroniką
χρονικό στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
hronika, hroniku, hronikas, hronikā
χρονικό στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
хроника, хрониката, летописната, летописните, летописна
χρονικό στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cronică, cronic, cronica, cronici, CONSULARE, cronicii
χρονικό στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kronika, kroniko, kroniki, Chronicle, Letopis
χρονικό στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kronika
Στατιστικά δημοτικότητας: χρονικό
Τυχαίες λέξεις