Λέξη: στρατολογώ
Σχετικές λέξεις: στρατολογώ
στρατολογώ συνώνυμα
Συνώνυμα: στρατολογώ
εισπράττω, ιχνογραφώ, κατατάσσω, κατατάσσομαι, εισάγω, εγκαθιστώ, αποτυπώνω, κάνω εντύπωσιν, εντυπωσιάζω, ναυτολογώ, εντυπώ, επιστρατεύω
Μεταφράσεις: στρατολογώ
στρατολογώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
recruit, induct, conscript, enlist, impress
στρατολογώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
quinto, recluta, reclutar, iniciar a, inducir, inducir a, introducir a, inducirá
στρατολογώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rekrut, einführen, induct, einweihen, ansaugen, Zuführstelle
στρατολογώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
conscrit, recrutons, recrue, enrôler, recrutent, recruter, embrigader, recrutez, incorporer, introniser, intronisera, induct, intronisation
στρατολογώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
recluta, reclutare, insediare, induct, all'investitura, all'investitura di
στρατολογώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
recruta, recriminar, empossar, induzir, introduzir, induct, doutrinar
στρατολογώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rekruut, inwijden, introduceren, wijden, te wijden, induct
στρατολογώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
новобранец, вербовать, новичок, рекрутировать, рекрут, завербовать, призывник, навербовать, вводить, вводить в курс дела, вводить в курс, индукцию, вводить в должность
στρατολογώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
induct
στρατολογώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rekryt, introducera, induct, införs
στρατολογώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
alokas, värvätä, värväytyä, perehdyttää, vihkiä, klubiin, vastaanotto klubiin, perehdyttämisellä
στρατολογώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
induct, indsuge, indrullere, inducere, at indsuge
στρατολογώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rekrut, rekrutovat, branec, zapracovat, nasávat, nasáván, zasvětit, bezpodmíneçné nasáván
στρατολογώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rekrutować, werbować, rekrut, wprowadzać, powoła, instalować coś, wprowadzać w posiadanie
στρατολογώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
behív, beszívni, beiktatni, beiktat, besoroz
στρατολογώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
askere almak, askere, induct, alımı yapmaktadır, alıştıracak
στρατολογώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рецидиви, вводити, запроваджувати, уводити
στρατολογώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
paraqes, rekrutoj, fus, fus në, fus në ushtri
στρατολογώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
новобранец, завеждам, индуцирам, приемам, настанявам, зачислявам на военна служба
στρατολογώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўводзіць, уводзіць
στρατολογώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
värbama, ametisse seadma, Määrab
στρατολογώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
regrut, novak, privući, zaposliti, uvesti, indukovati, uvede
στρατολογώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nýliði, induct
στρατολογώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atskleisti, oficialiai priimti į, oficialiai priimti į tarnybą, Nosēdināt, supažindinti
στρατολογώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nosēdināt, iekārtot, ieskaitīt, ievest
στρατολογώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
индуцирам
στρατολογώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
antrena, toriu, Inducerea
στρατολογώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Indukovati
στρατολογώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
branec, zapracovať, začleniť, zahrnúť, popracovať
Τυχαίες λέξεις