Вешать στα ελληνικά
Μετάφραση: вешать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναστέλλω, απαγχονίζω, ζυγίζω, κρεμώ, κρέμασμα, Hang, Κρεμάστε, κολλάει
Μεταφράσεις
- вешалка στα ελληνικά - ράφι, εξέδρα, μέγγενη, βασανιστήριο, σχάρα, κρεμάστρα, γόμφος, ...
- вешание στα ελληνικά - ανακοπή, ανάρτηση, αναστολή, εναιώρημα, αναστολής, αιώρημα
- вешка στα ελληνικά - Ορόσημα, Κεντρικά σημεία, Σημεία ενδιαφέροντος, Αξιοθέατα, τα σημεία ενδιαφέροντος
- вешний στα ελληνικά - αναπηδώ, άνοιξη, εκτινάσσομαι, εαρινός, εαρινή, εαρινής, η εαρινή, ...
Τυχαίες λέξεις
Вешать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναστέλλω, απαγχονίζω, ζυγίζω, κρεμώ, κρέμασμα, Hang, Κρεμάστε, κολλάει
Μεταφράσεις: αναστέλλω, απαγχονίζω, ζυγίζω, κρεμώ, κρέμασμα, Hang, Κρεμάστε, κολλάει