Λέξη: απότομα
Σχετικές λέξεις: απότομα
απότομα συνώνυμα, απότομα μου την κοπάνησεσ απότομα, απότομα βραδιάζει, απότομα στίχοι, πολύ απότομα, απότομα συνώνυμο, μεγάλωσα απότομα
Συνώνυμα: απότομα
σκυθρωπώς, αιφνίδια
Μεταφράσεις: απότομα
απότομα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
abruptly, sharply, short, suddenly, steep
απότομα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bruscamente, repentinamente, abruptamente, abrupta, de repente
απότομα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unvermittelt, schlagartig, jäh, plötzlich, abrupt
απότομα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
brusque, subitement, brusquement, soudain, abruptement, sèchement, soudainement, brutalement, abrupte
απότομα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
improvvisamente, bruscamente, colpo, all'improvviso, di colpo
απότομα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bruscamente, abruptamente, repente, de repente, abrupta
απότομα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
abrupt, kortaf, botweg, plotseling, plots, bruusk, abrupt te
απότομα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
внезапно, круто, отрывисто, скоропостижно, резко, неожиданно, скачком
απότομα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
brått, plutselig, brå, bratt
απότομα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
abrupt, plötsligt, tvärt, hastigt
απότομα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yllättäen, yhtäkkisesti, äkisti, äkkiä, yhtäkkiä, äkillisesti, abruptly, jyrkästi
απότομα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
brat, pludseligt, pludselig, abruptly, abrupt
απότομα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
náhle, neočekávaně, prudce, se náhle, náhlé
απότομα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nagle, gwałtownie, raptownie, się nagle, się gwałtownie
απότομα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hirtelen, váratlanul, nyersen
απότομα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aniden, birdenbire, ani, beklenmedik, beklenmedik biçimde
απότομα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
уривчасто, круто, раптово, різко
απότομα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
befas, papritmas, menjëherë, mënyrë të menjëhershme, në mënyrë të menjëhershme
απότομα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
рязко, внезапно, изведнъж, рязко се, внезапно се
απότομα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рэзка
απότομα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
järsult, äkiliselt, järsku, hüppeliselt, ootamatult, järsul
απότομα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kvar, prekid, iznenada, naglo, se naglo, odjednom, je naglo
απότομα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
snögglega, skyndilega, meðferð skyndilega, snögglega að
απότομα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
staiga, staigiai, netikėtai
απότομα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pēkšņi, strauji, pēkšņas, krasi
απότομα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
нагло, ненадејно, наеднаш, нагло се, ненадејно ја
απότομα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
brusc, abrupt, bruscă, de brusc
απότομα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nenadoma, nenadno, nenadni, odsekano, sunkovito
απότομα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
náhle, zrazu, odrazu
Τυχαίες λέξεις