Вещественный στα ελληνικά
Μετάφραση: вещественный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ουσιαστικός, στερεός, αξιόλογος, πραγματικός, απτός, πραγματικό, πραγματική, πραγματικές, πραγματικού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вещественно στα ελληνικά - υλικά, ουσιαστικά, σημαντικά, ουσιωδώς, ουσιαστικό
- вещественность στα ελληνικά - σημαντικότητας, Η σημαντικότητα, σημαντικότητα, Ουσιαστικότητα, Ουσιαστικότητας
- вещество στα ελληνικά - ουσία, ύλη, υπόλοιπο, υπόθεση, μεσίτης, νοιάζομαι, πράμα, ...
- вещий στα ελληνικά - σοφός, φρόνιμος, συνετός, προφητικός, προφητικό, προφητική, προφητικά, ...
Τυχαίες λέξεις
Вещественный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ουσιαστικός, στερεός, αξιόλογος, πραγματικός, απτός, πραγματικό, πραγματική, πραγματικές, πραγματικού
Μεταφράσεις: ουσιαστικός, στερεός, αξιόλογος, πραγματικός, απτός, πραγματικό, πραγματική, πραγματικές, πραγματικού