Λέξη: παγίδα
Σχετικές λέξεις: παγίδα
παγίδα συνώνυμο, παγίδα στην ελλάδα (1982), παγίδα ρευστότητας ορισμος, παγίδα για ψύλλους, παγίδα για μύγες, παγίδα υγρασίας, παγίδα ρευστότητας, παγίδα mcphail, παγίδα κοντόφθαλμης εμπιστοσύνης, παγίδα δάκου
Συνώνυμα: παγίδα
τζιν, παγίδα για ζώα, ποτό τζίν, εκκοκκιστική μηχανή, παγίς, αμάξι, δόκανο, φάκα, σύλληψη, θηλιά, βρόχος, κρεμάλα, θήλεια, δίκτυο
Μεταφράσεις: παγίδα
παγίδα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
trap, catch, snare, the trap, a trap
παγίδα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
emboscada, acecho, trampa, lazo, de Trampa, de Trampa a, trampa de, atrapar
παγίδα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fahrt, hinterhalt, maul, fallstrick, fangen, schlinge, falle, kabelbinder, fallgrube, Falle, Siphon, Trap, stoppen
παγίδα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
attraper, embûche, piège, gueule, trappe, piéger, guêpier, embuscade, piège à, trap
παγίδα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
insidia, imboscata, trappola, appostamento, tranello, agguato, laccio, trap, intrappolare, trappola per, trappola di
παγίδα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
transversal, emboscada, goela, armadilha, alçapão, trap, armadilha de, armadilhas, prender
παγίδα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opening, afgrond, slag, hinderlaag, val, klem, bek, valstrik, muil, voet te houden, de voet te houden, houden
παγίδα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
трапп, петля, поглощать, ловушка, западня, заманивать, пожитки, капкан, ловчий, багаж, силок, заслонка, обманывать, моноклиналь, трап, удочка, ловушку, ловушки, ловушкой
παγίδα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
felle, snare, fellen, trap, fange
παγίδα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
snara, fälla, fällan, trap
παγίδα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vipu, ansa, paula, pyydys, loukku, ansaan, trap, ansan, erottimen
παγίδα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fælde, fælden, trap, fange
παγίδα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
chytačka, past, léčka, nástraha, lapač, pasti, trap, pastí, soutisk
παγίδα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
podstęp, płuczka, potrzask, zasadzka, trapienie, sidło, pułapka, matnia, trap, pułapki, pułapkę, pułapką
παγίδα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csapda, kordé, csapdába, csapdát, trap, csapdával
παγίδα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
pusu, tuzak, trap, tuzağı, kapanı, kapan
παγίδα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
драбина, багаж, пастка, трап, сільце, западня, ловушка
παγίδα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kap, kurth, Trap, lak, grackë, kurth i
παγίδα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
капан, капана, уловител, клопка
παγίδα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пастка
παγίδα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
püünis, lõks, Trap, lõksu, püüduri, mõrra
παγίδα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zaklopac, stupica, trap, klopka, zamka, zamku, zarobiti
παγίδα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gildra, gildru, gildran, Trap
παγίδα στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
dolus
παγίδα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
spąstai, gaudyklė, Trap, spąstus, gaudyklės
παγίδα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lamatas, slazds, slazdu, iespiešanu, zivju krātiņveida lamatu uzstādīšanas
παγίδα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
стапица, стапицата, замка, замката, фатат
παγίδα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
capcană, ambuscadă, capcana, cursă, trap, prinde
παγίδα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
past, trap, pasti, lovilnik
παγίδα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pasca, pást, past, pascu, pasce
Στατιστικά δημοτικότητας: παγίδα
Τυχαίες λέξεις