Взламывать στα ελληνικά
Μετάφραση: взламывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάλειμμα, αντεπίθεση, διάλλειμα, δύναμη, βία, χτύπημα, εξαναγκάζω, φυσώ, σπάζω, διακοπή, διάσπαση, θραύση, σπάσιμο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- взимать στα ελληνικά - παίρνω, σφίγγω, συλλέγω, χρέωση, επιβάρυνση, χρεώνουν, χρεώνει, ...
- взирать στα ελληνικά - βλέπω, ατενίζω, παρακολουθώ, ρολόι, εμφάνιση, βλέμμα, φαίνομαι, ...
- взлезть στα ελληνικά - σκαρφαλώνω, ανεβαίνω, vzlezt
- взлет στα ελληνικά - ρουκέτα, πτήση, ρόκα, φυγή, ανάβαση, πύραυλος, απογείωση, ...
Τυχαίες λέξεις
Взламывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάλειμμα, αντεπίθεση, διάλλειμα, δύναμη, βία, χτύπημα, εξαναγκάζω, φυσώ, σπάζω, διακοπή, διάσπαση, θραύση, σπάσιμο
Μεταφράσεις: διάλειμμα, αντεπίθεση, διάλλειμα, δύναμη, βία, χτύπημα, εξαναγκάζω, φυσώ, σπάζω, διακοπή, διάσπαση, θραύση, σπάσιμο