Λέξη: ζαλισμένος

Σχετικές λέξεις: ζαλισμένος

ζαλισμένος συνώνυμα, ζαλισμένος και παλι

Συνώνυμα: ζαλισμένος

εμβρόντητος, ιλιγγιώδης, αφηρημένος, σαστισμένος, μεθυσμένος ελαφρά, μεθυσμένος λίγο, θολός, ιλίγγιων, στροβιλίζων

Μεταφράσεις: ζαλισμένος

ζαλισμένος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
groggy, dizzy, dazed, tipsy, giddy, woozy

ζαλισμένος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vertiginoso, aturdida, aturdido, aturdidos, deslumbrado, aturdimiento

ζαλισμένος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
betrunken, töricht, taumelig, schwindlig, schwindelig, angeschlagen, duselig, schwindlige, benommen, betäubt, benommenen, verwirrt, dazed

ζαλισμένος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chanceux, stupide, aléatoire, sot, vertigineux, indécis, douteux, incertain, précaire, idiot, hébété, étourdi, hébétée, étourdie, hébétés

ζαλισμένος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
stordito, frastornato, stordita, intontito, inebetito

ζαλισμένος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
atordoado, atordoada, aturdido, aturdida, ofuscado

ζαλισμένος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onnozel, flauw, dwaas, duizelig, versuft, verdwaasd, verdoofd, versufte, dazed

ζαλισμένος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неустойчивый, неустановившийся, головокружительный, нестойкий, одурманенный, умопомрачительный, обалделый, слабый, непрочный, опьяненный, изумленный, ошеломленный, ошеломленным, ошеломлен, ошеломленной

ζαλισμένος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
svimmel, omtumlet, ør, dazed, fortumlet, omtåket

ζαλισμένος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förvirrad, bedövad, omtumlad, omtöcknad, dazed

ζαλισμένος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tyhmä, päästään pyörällä, huumaantunut, hämmentyneenä, dazed, päästään pyörällä olevat

ζαλισμένος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fortumlet, fortumlede, dazed, bedøvet, omtåget

ζαλισμένος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nejistý, závratný, omámený, omámená, omámeně, zmatený, zmateně

ζαλισμένος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niepewny, zawrotny, oszołomiony, odurzony, oszołomiona, dazed, oszołomieni

ζαλισμένος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
támolygó, kába, kábult, kábultan, bódult, kábán

ζαλισμένος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
akılsız, afallamış, sersemlemiş, dazed, şaşkın, sersemlik

ζαλισμένος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
запаморочливий, запаморочений, нетривкий, нестійкий, хитливий, хиткий, слабий, здивований, вражений, остовпіла, здивоване, зачудований

ζαλισμένος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pa fund, parët, të parët

ζαλισμένος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
замаян, замаяна, зашеметен, замаяно, зашеметена

ζαλισμένος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
здзіўлены, зьдзіваваны, зьдзіўленае, як зачараваны, зачараваны

ζαλισμένος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
uimane, oimetu, tuisupäine, peadpööritav, peast segi, hämmeldunud, pimestub, Huumaantunut

ζαλισμένος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nepromišljen, nesmotren, omamiti, pijan, vrtoglav, ošamućen, omamljeno, omamljen, Dazed, omamljena

ζαλισμένος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dazed

ζαλισμένος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apsiblausęs, Oburzony, sutrikęs, apsvaigęs

ζαλισμένος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
Dazed

ζαλισμένος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
збунето, зашеметено, зашеметен

ζαλισμένος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
buimac, amețit, uluit, amețită, dazed, ametit

ζαλισμένος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
omotičen, Ošamućen, zbegan

ζαλισμένος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vrávoravý, omámený, omráčený
Τυχαίες λέξεις