Λέξη: ζαρώνω
Συνώνυμα: ζαρώνω
πλέκω, ενώνω, συγκολλώ, μαζεύομαι, αποδειλιώ, φοβούμαι, έρπω, υποκλίνομαι δουλικώς, κολακεύω, συσπειρούμαι, κύπτω, πτύσσω, σουφρώνω, ανακατώνω, τσαλακώνω, συστέλλομαι, οπισθοχωρώ, μαζεύω, κυματίζω, ρυτιδώ, σχηματίζω πτυχάς, συστέλλω, ρυτίδουμαι, κάνω συμβόλαι, συνάπτω, στενεύω
Μεταφράσεις: ζαρώνω
ζαρώνω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
knit, crumple, crouch, wimple, shrivel, ruck, rumple
ζαρώνω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
chafar, ajar, agacharse, cuclillas, agachado, agáchese, crouch
ζαρώνω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verknüpfen, strickarbeit, stricken, Hocke, hocken, kauern, ducken, crouch
ζαρώνω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chiffonner, tricotage, froisser, friper, tricoter, se accroupir, Crouch, accroupir, s'accroupir, accroupissement
ζαρώνω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
accovacciarsi, crouch, rannicchiarsi, accucciarsi, accovacciati
ζαρώνω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
agachar-se, Crouch, agachar, agachado, se agachar
ζαρώνω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
breien, hurken, Crouch, kruipen, bukken, buk
ζαρώνω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
взращивать, объединять, соединять, соединяться, заканчивать, вырастить, соединить, морщиться, свалиться, мызгать, срастаться, ввязывать, спаять, штопать, сгибать, скрепляться, пресмыкаться, Крауч, Crouch, присесть, корточки
ζαρώνω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
strikke, crouch, krøke, bøye, skritts, huke
ζαρώνω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sticka, crouch, huka, huka sig, krypa ihop, hopkrupen ställning
ζαρώνω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hajota, rypistyä, kudin, kudelma, luhistua, romuttua, neuloa, romahtaa, kyhjöttää, crouch, kyyristy, kyykistyä, kykkiä
ζαρώνω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Crouch, krybe, krybe sammen, stå på spring
ζαρώνω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zmuchlat, chumlat, mačkat, plést, uplést, zmačkat, krčit se, přikrčení, krčit, podřepu, se poklonil
ζαρώνω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dziać, kwasoryt, miąć, dziergać, wrabiać, gnieść, zrastać, marszczyć, miętosić, spajać, powyginać, kucanie, kucać, przysiadać, przykulić się, przycupnąć
ζαρώνω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
meghajol, lekuporodik, leguggolás, guggolnom, Crouch
ζαρώνω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çömelmek, Crouch, çömelme, çömelme pozisyonunda
ζαρώνω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
м'ятися, рухнути, закручувати, зім'яти, рицарі, звалитися, плазувати
ζαρώνω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
thur, gërshetoj, përkulje, strukem, Crouch, Krouç, përulet
ζαρώνω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
навеждам се, свиване, свивам се, подмазвам се, Крауч
ζαρώνω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
поўзаць, уніжацца
ζαρώνω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kortsutama, krimpsutama, kuduma, küürutama, Crouch, Crouchi, kükitama, Kykkiä
ζαρώνω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
združiti, plesti, čučnuti, čučanje, Crouch, šćućuriti, međunožni
ζαρώνω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Crouch, hnipra sig, hnipra, hnipra sig saman, Peter Crouch
ζαρώνω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pritūpti, Crouch, susigūžti, Skulenie
ζαρώνω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pieliekties, Crouch, piekļaušanās, sarauties
ζαρώνω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Крауч, ползиме, стегање, свиткувачкото, Крауч го
ζαρώνω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mototoli, se umili, Crouch, ghemuire, se ghemui, umilire
ζαρώνω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
plést, Crouch, Čučnuti, Crouch je, Crouch se
ζαρώνω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
krčiť, alebo krčiť
Τυχαίες λέξεις