Взмывать στα ελληνικά

Μετάφραση: взмывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρόκα, ρουκέτα, πύραυλος, πυραύλων, πυραυλικά
Взмывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • взмолиться στα ελληνικά - ικετεύω, ζητιανεύω, θερμοπαρακαλώ, παρακαλώ, ζητώ, ικετεύουν για, επαιτούν για, ...
  • взморье στα ελληνικά - γιαλός, ακτή, παραλία, θάλασσα, ακτής, ακρογιαλιά
  • взмыленный στα ελληνικά - αφρώδης, αφρώδες, αφρώδους, αφρώδη, foamy
  • взмыть στα ελληνικά - ρουκέτα, πύραυλος, ρόκα, ύψη, ανεβαίνουν, πετάξει στα ύψη, πετούν στα ύψη, ...
Τυχαίες λέξεις
Взмывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρόκα, ρουκέτα, πύραυλος, πυραύλων, πυραυλικά