Взрыхлять στα ελληνικά

Μετάφραση: взрыхлять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκαπάνη, χαλαρώνω, μολάρω, σκαλίζω, χαλαρώστε, χαλαρώσει, να χαλαρώσει, χαλαρώσετε, χαλαρώσουν
Взрыхлять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • взрывчатый στα ελληνικά - εκρηκτικός, εκρηκτική, εκρηκτικό, εκρηκτικές, εκρηκτικά
  • взрытый στα ελληνικά - άροτρο, αλέτρι, οργώνουν, οργώσουν, plow
  • взъезжать στα ελληνικά - ιππεύω, βόλτα, ατραξιόν, vzezzhat
  • взъерошенный στα ελληνικά - αναμαλλιασμένος, ατημέλητα, disheveled, ατημέλητο, ατημέλητες
Τυχαίες λέξεις
Взрыхлять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκαπάνη, χαλαρώνω, μολάρω, σκαλίζω, χαλαρώστε, χαλαρώσει, να χαλαρώσει, χαλαρώσετε, χαλαρώσουν