Λέξη: ζωντανεύω

Σχετικές λέξεις: ζωντανεύω

ζωντανεύω τη μορφή σου έτσι μόνο ζω μαζί σου, ζωντανεύω στα αγγλικά, ζωντανεύω συνώνυμα

Συνώνυμα: ζωντανεύω

αναζωογονώ, φαιδρύνω, χαροποιώ

Μεταφράσεις: ζωντανεύω

ζωντανεύω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
animate, exhilarate, enliven

ζωντανεύω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
animar, regocijar, alegrar, exhilarate, emocionar

ζωντανεύω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beleben, berauschen, erheitern, exhilarate, zu erheitern, beschwingen

ζωντανεύω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
revivifier, activer, aviver, stimuler, vif, animer, animé, raviver, exciter, vivifier, ranimer, dispos, allègre, mouvementé, mouvementer, ressusciter, émoustiller, exhilarate, enivrer, être euphorique

ζωντανεύω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
animare, esilarare, exhilarate, esilarava, anche divertire, far gioire

ζωντανεύω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
animar, exhilarate, animam, divertir, Estimule

ζωντανεύω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bezielen, verlevendigen, opvrolijken, voor vrolijk, voor opwinding, garant voor vrolijk

ζωντανεύω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
живой, одушевлять, оживить, одушевить, одушевленный, оживлять, живить, веселить, развеселить

ζωντανεύω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forfriske, oppmuntre, live opp

ζωντανεύω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
animera, exhilarate, UPPRYMD, MUNTRA, GÖRA UPPRYMD

ζωντανεύω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
virkistää, tunteva, virkistyä, elvyttää, ilahduttaa, piristää, ilahduttaa suuresti

ζωντανεύω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
exhilarate

ζωντανεύω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
povzbudit, oduševnit, vzkřísit, oživit, živý, podnítit, osvěžit

ζωντανεύω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wzbudzać, pobudzać, żywy, animować, ożywiony, ożywiać, rozweselić, rozradować

ζωντανεύω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felvidít, felderít

ζωντανεύω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
coşturmak, canlandırmak, exhilarate, neşelendirmek, canlılık

ζωντανεύω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
оживляти, надихніть, оживити, веселити, радувати, розважати, веселитиме, веселить

ζωντανεύω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gazmoj, gjallëroj

ζωντανεύω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
освежавам, развеселявам, стимулирам, развеселите, развеселите обстановката

ζωντανεύω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
весяліць, радаваць, цешыць, забаўляць

ζωντανεύω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
animeerima, hingestama, reipaks tegema, reipaks, hea meel tõdeda, Elavdada, meel tõdeda

ζωντανεύω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pokrenuti, oživiti, razveseliti, oživjeti, stimulirati

ζωντανεύω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
exhilarate

ζωντανεύω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pralinksminti, Pagyvėja, Juokingi, pagyvinti, Rozradować

ζωντανεύω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzjautrināt, uzmundrināt, priecēt

ζωντανεύω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
exhilarate

ζωντανεύω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
înviora, înveseli, inveseli

ζωντανεύω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
oživit, Oživiti, Razveseliti

ζωντανεύω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
životný, osviežiť
Τυχαίες λέξεις