Λέξη: ζωγραφιά

Σχετικές λέξεις: ζωγραφιά

ζωγραφική spiderman, ζωγραφιά θεοχαρίδου, ζωγραφιά λόγου, ζωγραφική για παιδιά, ζωγραφική με ζώα, ζωγραφιά μηδενιστής στίχοι, ζωγραφιά πεταλούδα, ζωγραφιά στίχοι, ζωγραφιά καράβι, ζωγραφιά μηδενιστής, μια ζωγραφιά, midenistis

Συνώνυμα: ζωγραφιά

εικόνα, εικών, ζωγραφική, πίνακας, χρωμάτισμα, ζωγραφικός πίνακας

Μεταφράσεις: ζωγραφιά

ζωγραφιά στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
painting, drawing, picture, a painting, drawing of

ζωγραφιά στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dibujo, diseño, cuadro, pintura, sorteo, imagen, foto, la imagen, la foto

ζωγραφιά στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zeichnend, nachziehend, gemälde, bild, malerei, lotterie, ziehung, malend, zug, zeichnung, Bild, Foto

ζωγραφιά στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tableaux, puisage, loterie, dessin, image, effigie, dessinant, trait, peignant, tirage, photo, tableau, la image, l'image

ζωγραφιά στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
quadro, dipinto, disegno, pittura, immagine, foto, d'immagine, la foto

ζωγραφιά στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pintura, gavetas, rifa, desenho, pintor, ceroulas, fotografia, quadro, retrato, figura, imagem

ζωγραφιά στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schildering, dessin, schets, tekening, doek, schilderij, verloting, werkje, afbeelding, beeld, foto, schilderstuk, picture

ζωγραφιά στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
картина, лотерея, розыгрыш, вытягивание, рисование, рисовка, прибыль, окраска, чертёж, нанесение, эпюр, черчение, вытяжка, раскрашивание, рисунок, разрисовка, фотография, фото, изображение, изображения

ζωγραφιά στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tegning, maleri, bilde, bildet, picture, bilder

ζωγραφιά στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tavla, måleri, målning, teckning, ritning, bild, bilden, picture

ζωγραφιά στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
taulu, luonnos, arpajaiset, maalaus, kiskonta, hahmotelma, piirros, kuva, kuvituskuva, kuvaa, kuvan

ζωγραφιά στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tegning, maleri, billede, billedet, picture, billeder

ζωγραφιά στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
tah, natírání, rys, malířství, kreslení, nákres, kresba, výkres, obraz, protahování, malba, malování, nátěr, obrázek, fotografie, fotografii, uživatele

ζωγραφιά στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obraz, malarnia, malarstwo, lakierowanie, malowanka, rysunek, fasunek, losowanie, malowanie, ciągnienie, rysowanie, zredagowanie, pomalowanie, zaciąganie, pluskiewka, malowidło, zdjęcie, obrazku, zdjęć, obrazu

ζωγραφιά στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
festmény, rajzolás, rajz, kép, képet, picture, képen, képre

ζωγραφιά στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
resim, tablo, piyango, çizim, picture, resmi, görüntü, resimleri

ζωγραφιά στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
живопис, малювання, відпустку, відпустка, забарвлення, розфарбування, рисунок, відпуск, картина, малюнок, картину

ζωγραφιά στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pikturë, vizatim, foto, fotografia, fotografia e, picture, fotografi

ζωγραφιά στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
снимка, картина, картината, на картината, изображение

ζωγραφιά στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
карціна

ζωγραφιά στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
joonistus, maal, loosimine, joonistamine, pilt, picture, pildi, pilti, pildil

ζωγραφιά στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
crteža, crtežima, nijansa, likovna, crtanje, bojenje, slika, crtež, sliku, slike, fotografija, picture

ζωγραφιά στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mynd, myndin, myndina, myndinni, myndir

ζωγραφιά στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
tractus

ζωγραφιά στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
piešinys, paveikslas, lošimas, nuotrauka, vaizdas, picture, nuotraukos, nuotrauką

ζωγραφιά στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
glezna, zīmēšana, bilde, attēls, attēlu, picture, attēla

ζωγραφιά στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
слика, сликата, фотографија, на сликата, слики

ζωγραφιά στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
loterie, desen, tablou, imagine, fotografie, poza, a imaginii, poză

ζωγραφιά στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
slika, obraz, picture, Slike, sliko, fotografije

ζωγραφιά στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
maľba, kresba, kreslení, výkres, obrázok

Στατιστικά δημοτικότητας: ζωγραφιά

Τυχαίες λέξεις