Виться στα ελληνικά
Μετάφραση: виться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκαρφαλώνω, κύμα, κουρδίζω, άνεμος, κατσαρώνω, μπούκλα, αιολική, ανεβαίνω, κατσαρώματος, κατσάρωμα, μπουκλών, curl
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- витрина στα ελληνικά - υπόθεση, περιστατικό, θήκη, παράθυρο, βαλίτσα, βιτρίνα, προθήκη, ...
- вить στα ελληνικά - ξαπλώνω, στροφή, μπόι, κοσμικός, υφαίνω, στρώνω, πλοκή, ...
- витютень στα ελληνικά - vityuten
- витязь στα ελληνικά - ιππότης, ιππότη, ιπποτών, ιππέα, knight
Τυχαίες λέξεις
Виться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκαρφαλώνω, κύμα, κουρδίζω, άνεμος, κατσαρώνω, μπούκλα, αιολική, ανεβαίνω, κατσαρώματος, κατσάρωμα, μπουκλών, curl
Μεταφράσεις: σκαρφαλώνω, κύμα, κουρδίζω, άνεμος, κατσαρώνω, μπούκλα, αιολική, ανεβαίνω, κατσαρώματος, κατσάρωμα, μπουκλών, curl