Вкладывать στα ελληνικά

Μετάφραση: вкладывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νεροχύτης, περικλείω, βυθίζομαι, τοποθετώ, εσωκλείω, ναυαγώ, διορίζομαι, επενδύω, μέρος, βάζω, εξουσιοδοτούμαι, τόπος, βυθίζω, επενδύσει, επενδύουν, επενδύσουν, επενδύει, να επενδύσουν
Вкладывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вкладчица στα ελληνικά - καταθέτης, καταθέτη, των καταθετών, αποταμιευτή, αποθέτης
  • вкладывание στα ελληνικά - προσθήκη, καταχώρηση, εισαγωγή, παρεμβολή, εισαγωγής, την εισαγωγή
  • вкладыш στα ελληνικά - θάμνος, μαξιλάρι, επένδυση, τακτικών γραμμών, επένδυσης, επενδύσεως, χιτώνιο
  • вклейка στα ελληνικά - Κύριο θέμα, Στο κύριο θέμα, ένθετο, και κύριο θέμα
Τυχαίες λέξεις
Вкладывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νεροχύτης, περικλείω, βυθίζομαι, τοποθετώ, εσωκλείω, ναυαγώ, διορίζομαι, επενδύω, μέρος, βάζω, εξουσιοδοτούμαι, τόπος, βυθίζω, επενδύσει, επενδύουν, επενδύσουν, επενδύει, να επενδύσουν