Властолюбие στα ελληνικά
Μετάφραση: властолюбие, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βλέψη, φιλοδοξία, φιλοδοξίας, φιλοδοξίες, τη φιλοδοξία, φιλοδοξιών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- властный στα ελληνικά - επιτακτικός, αυταρχικός, επιβλητικός, αλαζονικός, αυτοκρατορικός, έγκυρος, ισχυρός, ...
- властолюбивый στα ελληνικά - φιλόδοξος, φιλόδοξο, φιλόδοξη, φιλόδοξους, φιλόδοξων
- власть στα ελληνικά - κύρος, κυριαρχία, δύναμη, κράτημα, εξουσία, κρατώ, εξουσιάζω, ...
- власяница στα ελληνικά - λινάτσα, sackcloth, σάκο, σάκκον, σάκους
Τυχαίες λέξεις
Властолюбие στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βλέψη, φιλοδοξία, φιλοδοξίας, φιλοδοξίες, τη φιλοδοξία, φιλοδοξιών
Μεταφράσεις: βλέψη, φιλοδοξία, φιλοδοξίας, φιλοδοξίες, τη φιλοδοξία, φιλοδοξιών