Λέξη: δικαστικός

Σχετικές λέξεις: δικαστικός

δικαστικός γραφολόγος, δικαστικός αντιπρόσωπος 2014 αμοιβή, δικαστικός πραγματογνώμονας, δικαστικός αντιπρόσωπος εκλογές 2014, δικαστικός επιμελητής - προκήρυξη διαγωνισμού έτους 2014, δικαστικός αντιπρόσωπος, δικαστικός συμπαραστάτης, δικαστικός συμβιβασμός, δικαστικός επιμελητής, δικαστικός επιμελητής πάτρα

Συνώνυμα: δικαστικός

δοκιμαστικός, δίκαιος, αμερόληπτος, κριτικός, δικανικός, δεσποτικός, αγέρωχος, αυταρχικός

Μεταφράσεις: δικαστικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
judicial, judiciary, court, legal, a court
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
judicial, judiciales, jurisdiccional, justicia
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
justizgewalt, justiz, gerichtlich, Justiz-, gerichtlichen, gerichtliche
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
judiciaire, magistrature, critique, juridiction, judiciaires, justice, juridictionnel, juridique
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
giudiziale, giudiziario, giudiziaria, giurisdizionale, controllo giurisdizionale
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
judicial, judiciária, jurisdicional, judiciário, judiciais
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gerechtelijk, rechterlijk, gerechtelijke, justitiële, rechterlijke
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
судейский, судебный, способный, законный, нелицеприятный, непредубежденный, процессуальный, рассудительный, критический, беспристрастный, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rettslig, retts, juridisk, rettslige, rettssystemet
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
domstols, rättsligt, rättslig, rättsliga, rätts
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
harkittu, oikeudellinen, oikeuden, lainopillinen, oikeudellisen, oikeudellista, oikeusviranomaisten, oikeuslaitoksen
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
retslige, retslig, retligt, det retlige, judicielle
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
soudcovský, soudnictví, soudní, kritický, justiční, soudním, soudního, soudních
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
krytyczny, sędziowski, sądowniczy, sądownictwo, sprawiedliwy, sądowy, sądowa, sądowe, sądowej, sądowego
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
jogi, bírósági, bírói, igazságügyi, igazságszolgáltatási
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
adli, yargı, yargısal, hukuki, adlî
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
судово, судочинства, судовий, судову, судова, судового
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjyqësor, gjyqësore, gjyqësor i, juridik, juridike
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съдебен, съдебната, съдебно, съдебна, съдебното
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
судовы, судовую, судовая
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kohtulik, kohtu-, õigusalase, kohtuliku, õigusalast
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sudski, pravosuđe, sudstvo, sudska, pravosudno, pravosudni, pravosudna
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dómstóla, dómstóll, dómsvald, dómsmálayfirvöld, réttarkerfinu
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
teisminis, teisminė, teismų, teisminės, teisminio
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tiesas, tiesiskās sadarbības, tiesu, tiesu iestāžu, Tiesnešu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
судските, судската, судски, судскиот, судска
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
judiciar, judiciară, judiciare, judecătorească, juridic
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sodni, pravosodno, pravosodni, pravosodnega, sodna
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sodní, súdne, súdny, súdnej, justičnej, súdnu

Στατιστικά δημοτικότητας: δικαστικός

Τυχαίες λέξεις