Власть στα ελληνικά

Μετάφραση: власть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κύρος, κυριαρχία, δύναμη, κράτημα, εξουσία, κρατώ, εξουσιάζω, αποφασίζω, έλεγχος, κατανομή, αυθεντία, χέρι, αρπάζω, μπράτσο, αμπάρι, βασιλεύω, ισχύς, ισχύος, ισχύ
Власть στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • властолюбивый στα ελληνικά - φιλόδοξος, φιλόδοξο, φιλόδοξη, φιλόδοξους, φιλόδοξων
  • властолюбие στα ελληνικά - βλέψη, φιλοδοξία, φιλοδοξίας, φιλοδοξίες, τη φιλοδοξία, φιλοδοξιών
  • власяница στα ελληνικά - λινάτσα, sackcloth, σάκο, σάκκον, σάκους
  • влачить στα ελληνικά - τραβώ, τράβηγμα, επισύρω, έλκω, ζωγραφίζω, σέρνω, έλξη, ...
Τυχαίες λέξεις
Власть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κύρος, κυριαρχία, δύναμη, κράτημα, εξουσία, κρατώ, εξουσιάζω, αποφασίζω, έλεγχος, κατανομή, αυθεντία, χέρι, αρπάζω, μπράτσο, αμπάρι, βασιλεύω, ισχύς, ισχύος, ισχύ