Внедрение στα ελληνικά
Μετάφραση: внедрение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσαρμογή, εισαγωγή, φυτεία, διασκευή, υιοθέτηση, εμβολιασμός, υιοθεσία, εφαρμογή, εκτέλεση, εφαρμογής, υλοποίηση, την εφαρμογή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- внебрачный στα ελληνικά - νόθος, παράνομη, παράνομες, παράνομο, παράνομου
- вневременный στα ελληνικά - διαχρονικό, διαχρονική, διαχρονικές, άχρονη, άχρονο
- внедренный στα ελληνικά - ενσωματωμένο, ενσωματωμένα, ενσωματωμένες, ενσωματωμένη, ενσωματωμένων
- внедрить στα ελληνικά - όργανο, υλοποιώ, εργαλείο, εφαρμογή, εφαρμόσουν, να εφαρμόσουν, την εφαρμογή, ...
Τυχαίες λέξεις
Внедрение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσαρμογή, εισαγωγή, φυτεία, διασκευή, υιοθέτηση, εμβολιασμός, υιοθεσία, εφαρμογή, εκτέλεση, εφαρμογής, υλοποίηση, την εφαρμογή
Μεταφράσεις: προσαρμογή, εισαγωγή, φυτεία, διασκευή, υιοθέτηση, εμβολιασμός, υιοθεσία, εφαρμογή, εκτέλεση, εφαρμογής, υλοποίηση, την εφαρμογή