Εμβολιασμός στα ρωσικά

Μετάφραση: εμβολιασμός, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
посев, окулировка, вакцинация, внедрение, вакцина, оспопрививание, прививка, инокуляция, вакцинации, вакцинацию, прививки
Εμβολιασμός στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμβολιασμός

εμβολιασμός γάτας, εμβολιασμός μουριάς, εμβολιασμός αμπελιού, εμβολιασμός αμυγδαλιάς, εμβολιασμός λεμονιάς, εμβολιασμός λεξικό γλώσσας ρωσικά, εμβολιασμός στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • εμβολίζω στα ρωσικά - забивать, вколачивать, протаранить, таранить, баран, утрамбовать, забить, ...
  • εμβολιάζω στα ρωσικά - прививать, делать, привить, заваривать, вселить
  • εμβροντησία στα ρωσικά - ступор, удар, оцепенение, одурь, недоумение, изумление, столбняк, ...
  • εμβρόντητος στα ρωσικά - молчаливый, онемевший, бессловесный, немой, безмолвный, безответный, невыразимый, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμβολιασμός στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: посев, окулировка, вакцинация, внедрение, вакцина, оспопрививание, прививка, инокуляция, вакцинации, вакцинацию, прививки