Внимать στα ελληνικά
Μετάφραση: внимать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αφουγκράζομαι, ακούω, ακούσει, ακούσετε, ακούει, ακούνε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- внимательность στα ελληνικά - επαγρύπνηση, ετοιμότητα, φροντίδα, προσοχή, προσεκτικότης, προσήλωση, attentiveness, ...
- внимательный στα ελληνικά - αλαζονικός, στενός, γνωστικός, δεσποτικός, κοντά, ωραίος, αυταρχικός, ...
- вновь στα ελληνικά - πάλι, μετά, επόμενος, ξανά, και πάλι, φορά, εκ νέου
- вносить στα ελληνικά - πρόοδος, εισάγω, μαλακός, κινώ, προκαταβάλλω, τρυφερός, συστήνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Внимать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αφουγκράζομαι, ακούω, ακούσει, ακούσετε, ακούει, ακούνε
Μεταφράσεις: αφουγκράζομαι, ακούω, ακούσει, ακούσετε, ακούει, ακούνε