Λέξη: ρήγμα

Σχετικές λέξεις: ρήγμα

ρήγμα της ανατολίας, ρήγμα της ελίκης, ρήγμα αταλάντης, ρήγμα πάρνηθας, ρήγμα αταλάντης χαρτης, ρήγμα ανατολίας, ρήγμα ελίκης, ρήγμα στα δυτικά, ρήγμα μετασχηματισμού, ρήγμα αγίου ανδρέα

Συνώνυμα: ρήγμα

σχισμή, ρωγμή, ράγισμα, χαραγματιά, χαραμάδα, απόπειρα, αθέτηση, θραύση, ρήξη, παράβαση νόμου

Μεταφράσεις: ρήγμα

ρήγμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
breach, rift, crack, breakthrough, fault

ρήγμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rompimiento, brecha, rotura, grieta, desavenencia, del Rift, rift

ρήγμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lücke, bresche, verstoßen, Riss, Graben, Kluft, Bruch, Rift

ρήγμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cassure, infraction, fracture, brèche, percer, dérogation, franchissement, violation, lacune, rompre, trouée, rupture, entorse, crevasse, fissure, Rift, du Rift, fossé

ρήγμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
breccia, rottura, spaccatura, frattura, rift, della Rift, del Rift

ρήγμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ruptura, brecha, romper, fenda, racha, Rift, falha

ρήγμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bres, gaping, opening, scheur, Rift, kloof, breuk, spleet

ρήγμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
разрыв, пробивать, нарушение, несогласие, неурядица, пробить, пробоина, возбуждение, проломить, пролом, несоблюдение, расстройство, брешь, отверстие, трещина, Рифт, рифтовой

ρήγμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bresje, rift, splittelsen, splittelse, kløften, kløft

ρήγμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lucka, rift, klyfta, spricka, klyftan, sprickan

ρήγμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rikkoa, erehdys, välirikko, murtaa, särö, aukko, Rift, Riftin, repeämä, repeämän

ρήγμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
brud, Rift, splittelse, kløft, kløften, splid

ρήγμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
trhlina, nedodržení, mezera, přerušení, porušení, zrušení, prolomit, přestoupení, průlom, Rift, rozpor, roztržka, puklina

ρήγμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pogwałcenie, rozbrat, przekroczenie, złamanie, naruszać, wyłom, przełamywać, rozłam, luka, wyrwa, zerwanie, strzelanina, rysa, rozpadlina, fuga, rift

ρήγμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
meghasonlás, hasadék, viszály, megsértés, hullámtörés, rés, repedés, Rift

ρήγμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yarık, rift, çatlak, sürtüşme, yarılım

ρήγμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
порушення, пролом, розрив, незгода, пробивати, тріщина, перерва

ρήγμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çarë, çarje, përçarje, çara, të çarë, Çarja

ρήγμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пролом, разрив, пукнатина, цепнатина, спор

ρήγμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
расколіна, трэшчына, раскол, шчыліна

ρήγμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nurjumine, mõra, Rift, Rifti, lõhe, lõhestamine

ρήγμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
proboj, prodor, interval, povreda, pukotina, puknuti, procijep, Rift, riftske, Tektonski

ρήγμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gjá, rifan, klofningur, klofningur á, þessi klofningur

ρήγμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nesantaika, properša, įskilimas, skelti, nesantarvė

ρήγμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
plaisa, Rifta, Rift, Plaisas, sašķelt

ρήγμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пукнатина, судир, расцеп, јаз, пукнатината

ρήγμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ruptură, marelui rift, de Rift, rift, ruptura

ρήγμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
porušení, razkol, rift, razdor, razpoka, Veliki tektonski

ρήγμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
porušení, trhlina, zlom, puklinová, trhliny, trhlinu

Στατιστικά δημοτικότητας: ρήγμα

Τυχαίες λέξεις