Внушать στα ελληνικά

Μετάφραση: внушать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμφυτεύω, εμπνέω, εργοστάσιο, προτείνω, υποκινώ, εντυπωσιάζω, γρήγορος, φυτεύω, προαίρεση, ωθώ, φυτό, θέληση, διαθήκη, εμπνεύσει, εμπνέουν, εμπνέει, να εμπνεύσει, εμπνεύσουν
Внушать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • внучка στα ελληνικά - εγγονή, την εγγονή, εγγονή του, η εγγονή, εγγονή της
  • внушаемость στα ελληνικά - πιθανότητα υποβολής, κλίση προς υποβολή, πιθανότης υποβολής, suggestibility, υποβλητικότητα
  • внушение στα ελληνικά - έγχυμα, πρόταση, υπόδειξη, εισήγηση, την πρόταση, πρότασή
  • внушительный στα ελληνικά - δίκαιος, σημαντικός, σεμνοπρεπής, σοβαρός, αισθητός, πανηγύρι, ξανθός, ...
Τυχαίες λέξεις
Внушать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμφυτεύω, εμπνέω, εργοστάσιο, προτείνω, υποκινώ, εντυπωσιάζω, γρήγορος, φυτεύω, προαίρεση, ωθώ, φυτό, θέληση, διαθήκη, εμπνεύσει, εμπνέουν, εμπνέει, να εμπνεύσει, εμπνεύσουν