Внятность στα ελληνικά
Μετάφραση: внятность, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έμφαση, ακουστικότητα, ακουστότητα, την ακουστότητα, η ακουστότητα, ακροασιμότητα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- внушить στα ελληνικά - προτείνω, εμποτίζω, εμποτίσει, διαποτίσουμε, εμποτίζουν, γαλουχούν τους
- внятно στα ελληνικά - σαφώς, ευδιάκριτα, ευκρινώς, διακριτά, ξεκάθαρα
- внятный στα ελληνικά - σημαντικός, εναργής, εκφραστικός, έκδηλος, ρητός, διαυγής, εμφατικός, ...
- внять στα ελληνικά - μυρίζω, ευωδία, οσμή, ακούω, άρωμα, μυρωδιά, ακούσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Внятность στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έμφαση, ακουστικότητα, ακουστότητα, την ακουστότητα, η ακουστότητα, ακροασιμότητα
Μεταφράσεις: έμφαση, ακουστικότητα, ακουστότητα, την ακουστότητα, η ακουστότητα, ακροασιμότητα