Водопровод στα ελληνικά

Μετάφραση: водопровод, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υδραγωγείο, τρέξιμο, υδραυλικά, Υδραυλικές, υδραυλικών, υδραυλικών εγκαταστάσεων, ειδών υγιεινής
Водопровод στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • водопад στα ελληνικά - πυροβολώ, εκτινάσσω, καταρράκτης, βλαστός, καταρράκτη, τον καταρράκτη, καταρράκτες
  • водопой στα ελληνικά - λιμνούλα, ποτίστρα ζώων
  • водопроводчик στα ελληνικά - υδραυλικός, υδραυλικό, υδραυλικού, υδραυλικούς, για υδραυλικούς
  • водораздел στα ελληνικά - χωρίζω, διαιρώ, κορυφογραμμή, εξοπλίζω, στήνω, διχάζω, υδροκρίτη, ...
Τυχαίες λέξεις
Водопровод στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υδραγωγείο, τρέξιμο, υδραυλικά, Υδραυλικές, υδραυλικών, υδραυλικών εγκαταστάσεων, ειδών υγιεινής