Λέξη: κατάργηση

Σχετικές λέξεις: κατάργηση

κατάργηση ερασιτεχνικής άδειας αλιείας, κατάργηση επικύρωσης, κατάργηση στρατιωτικής δικαιοσύνης, κατάργηση επικύρωσης αντιγράφων, κατάργηση απόδειξης δαπάνης, κατάργηση δελτίου αποστολής, κατάργηση βιβλίου πόρτας στα ξενοδοχεία από 1/1/2014, κατάργηση γνησίου υπογραφής, κατάργηση εκκο, κατάργηση της υποχρέωσης υποβολής πρωτοτύπων ή επικυρωμένων αντιγράφων εγγράφων

Συνώνυμα: κατάργηση

ακύρωση, άρση μέτρων, διάλυση, ανάκληση

Μεταφράσεις: κατάργηση

κατάργηση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
abolition, abolishment, abrogation, repealing, elimination

κατάργηση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
supresión, abolición, la abolición, eliminación, abolir

κατάργηση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abschaffung, aufhebung, Abschaffung, Aufhebung, Beseitigung, Abbau, Wegfall

κατάργηση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
abrogation, suppression, abolition, l'abolition, abolir

κατάργηση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
abolizione, abrogazione, soppressione, all'abolizione, eliminazione, l'abolizione

κατάργηση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abolição, supressão, eliminação, a abolição

κατάργηση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afschaffing, ruiming, eliminatie, vernietiging, ontbinding, annulering, opheffing, de afschaffing, afschaffen, afgeschaft

κατάργηση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ликвидация, отмена, уничтожение, упразднение, отмены, отмену

κατάργηση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avskaffelsen, avskaffelse, opphevelse, avskaffe, avskaffes

κατάργηση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avskaffande, avskaffandet, avskaffas, avskaffa, upphävande

κατάργηση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lakkautus, poistaminen, poistamisesta, poistamista, lakkauttamisesta, poistamiseksi

κατάργηση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
afskaffelse, ophævelse, afskaffelsen, ophævelsen, afskaffe

κατάργηση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odstranění, zrušení, rušení, zrušením

κατάργηση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obalenie, abolicja, zniesienie, likwidacja, zniesienia, zniesieniu

κατάργηση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megszüntetés, eltörlés, eltörlése, eltörlését, megszüntetéséről, megszüntetését

κατάργηση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kaldırılma, iptal, kaldırılması, ortadan kaldırılması

κατάργηση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
анулювання, скасування, нищення, ліквідування, відміна, Отаман, Відмінити, Скасувати

κατάργηση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zhdukje, heqje, heqja, heqjen, shfuqizimi

κατάργηση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
премахване, премахването, отмяна, отмяната, отменяне

κατάργηση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адмена, Скасаваць, скасаванне, Адмяніць, скасаваньне

κατάργηση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tühistamine, kaotamine, kaotamise, kaotamist, kaotada

κατάργηση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ukinuća, ukidanja, ukinut, abolicija, ukidanje, ukidanju, ukidanjem

κατάργηση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afnám, niðurfellingu, afnámi

κατάργηση στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
abolitio, abrogatio

κατάργηση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
panaikinimas, panaikinimo, panaikinti, panaikinus, panaikinimą

κατάργηση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atcelšana, atcelšanu, atcelt, likvidēšana, atcelšanai

κατάργηση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
укинување, укинувањето, аболиција, укинување на, напуштање

κατάργηση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
desființare, abolire, abolirea, eliminarea, abolirii

κατάργηση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zrušení, odprava, ukinitev, odpravo, odpravi, odprave

κατάργηση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zrušení, zrušenie, zrušenia, zrušeniu, zrušuje

Στατιστικά δημοτικότητας: κατάργηση

Τυχαίες λέξεις