Воевода στα ελληνικά
Μετάφραση: воевода, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ηγέτης, αρχηγός, ηγεμόνας, ηγήτορας, κυβερνήτης, Διοικητή, Διοικητής, Κυβερνήτη, Governor
Μεταφράσεις
- водяной στα ελληνικά - νερό, υγρός, ύδωρ, υδρόβιος, ποτίζω, νερουλός, υγρό, ...
- воевать στα ελληνικά - αγώνας, καταπολεμώ, κάνω, εξαναγκάζω, μάχη, φτιάχνω, κατασκευάζω, ...
- воеводство στα ελληνικά - αρμοδιότητα, επαρχία, είδος υφάσματος, Σιλεσίας, Σιλεσία, Silesia, Δυτικής Πομερανίας
- воедино στα ελληνικά - μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, καθώς και
Τυχαίες λέξεις
Воевода στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ηγέτης, αρχηγός, ηγεμόνας, ηγήτορας, κυβερνήτης, Διοικητή, Διοικητής, Κυβερνήτη, Governor
Μεταφράσεις: ηγέτης, αρχηγός, ηγεμόνας, ηγήτορας, κυβερνήτης, Διοικητή, Διοικητής, Κυβερνήτη, Governor