Возводить στα ελληνικά

Μετάφραση: возводить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανεγείρω, ορθώνω, αναστηλώνω, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει
Возводить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • возвещать στα ελληνικά - ευαγγελίζομαι, ανακοινώνω, διαλαλώ, καταδεικνύω, προκηρύσσω, κήρηξ, κηρύσσω, ...
  • возвещение στα ελληνικά - Ευαγγελισμός, Ευαγγελισμού, αναγγελίαν, Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, αναγγελία σε
  • возврат στα ελληνικά - ανάρρωση, επάνοδος, αποζημίωση, επιστροφή, αποπληρωμή, επανεμφάνιση, επιστρέφω, ...
  • возвратить στα ελληνικά - επιστρέφω, ανακτώ, επιστροφή, στρίβω, σειρά, αντιστρέφω, στροφή, ...
Τυχαίες λέξεις
Возводить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανεγείρω, ορθώνω, αναστηλώνω, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει