Λέξη: υπουργικός

Σχετικές λέξεις: υπουργικός

υπουργικός ανασχηματισμός, υπουργικός θώκος

Συνώνυμα: υπουργικός

επίσημος

Μεταφράσεις: υπουργικός

υπουργικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ministerial, departmental

υπουργικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ministerial, ministerial de, ministeriales, Ministros, de Ministros

υπουργικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
amtliche, amtlich, Minister-, Minister, ministeriellen, ministerielle

υπουργικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ministériel, ministérielle, ministres, ministre, ministérielle de

υπουργικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ministeriale, ministeriali, ministeriale di, ministri

υπουργικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ministerial, ministerial de, ministerial da, ministeriais

υπουργικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ministerieel, ministeriële, ministers, ministerconferentie, de ministeriële

υπουργικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пастырский, правительственный, служебный, министерский, министров, уровне министров, на уровне министров

υπουργικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
minister, departements, departementale, ministernivå

υπουργικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
minister, ministermötet, ministermöte, ministerkonferens, på minister

υπουργικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
papin, ministeriöiden, ministeritason, ministeriön, ministerikokouksen, ministerikokouksessa

υπουργικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ministerplan, ministeriel, ministerielle, ministermøde, ministerniveau

υπουργικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ministerský, ministerské, ministrů, ministerská, ministerskou

υπουργικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kościelny, ministerialny, usłużny, ministrów, ministerialne, ministerialna, ministerialnym

υπουργικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
miniszteri, minisztériumi, minisztériumok, a miniszteri, miniszteri szintű

υπουργικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bakanlık, bakanlar, bakanlıklar, bakan, Bakanları

υπουργικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
міністр, священик, міністерський, міністерську, міністерського, міністерська

υπουργικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ministror, ministrore, ministror i, ndërministror, ministrive

υπουργικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
министерския, министерски, министерско, Министерската, министри, министерска

υπουργικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
міністэрскую, міністэрскі

υπουργικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ministrite, ministri, ministeeriumi, ministeeriumide

υπουργικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ministarski, Ministarska, ministarskoj, Ministarsko, na ministarskoj

υπουργικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ráðuneyta, ráðherra, að ráðherranefnd, ráðherrafundur, ráðherranna

υπουργικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ministrų, ministerijų, ministerijos, ministro, ministerijų darbo

υπουργικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ministrijas, ministru, ministriju, ministra, ministrijām

υπουργικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
министерската, министерските, министерско, министерски, министерска

υπουργικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
de miniștri, ministerial, ministerială, ministeriale, ministeriale a

υπουργικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ministrsko, ministrski, ministerial, ministrska, ministrske

υπουργικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ministerský, vlády, ministersky, ministerského, ministerské
Τυχαίες λέξεις