Возвышенность στα ελληνικά

Μετάφραση: возвышенность, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανύψωση, υψόμετρο, ανάδειξη, ύψος, ύψωση, λόφος, λόφο, λόφου, ύψωμα, Χιλ
Возвышенность στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • возвышенно στα ελληνικά - πολύ, sublimely, ανυπέρβλητα
  • возвышенное στα ελληνικά - η, το, ο, την, της
  • возвышенный στα ελληνικά - πνευματικός, καμαρωτός, μεταρσιωμένος, αίθριος, φίνος, ψιλή, μεγαλειώδης, ...
  • возглавлять στα ελληνικά - καπετάνιος, ηγούμαι, μόλυβδος, λουρί, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Возвышенность στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανύψωση, υψόμετρο, ανάδειξη, ύψος, ύψωση, λόφος, λόφο, λόφου, ύψωμα, Χιλ