Λέξη: καλώ

Σχετικές λέξεις: καλώ

καλώ παραγωγα, καλώ ταξίδι, καλώ ετυμολογία, καλό πάσχα, καλώ πνεύματα, καλώ αρχικοί χρόνοι, καλώ σε μονομαχία στον καθολικό αρχιεπίσκοπο, καλώ ομορριζα, καλώ modern greek verbs, καλώ συνώνυμα

Συνώνυμα: καλώ

διατάσσω, προσφέρω τιμή, πλειοδοτώ, επισκέπτομαι, αποκαλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, παίρνω αριθμό τηλεφώνου, ρίπτω, χαιρετίζω, χαιρετώ, ζητωκραυγάζω, προσκαλώ, ενθαρρύνω, κλητεύω, επισκέπτομαι κάποιον

Μεταφράσεις: καλώ

καλώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
summon, call, invite, call on, I call, I invite

καλώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
citación, citar, convocar, llamada, llamado, llamadas, convocatoria, llamada de

καλώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Anruf, Aufruf, Gespräch, Ruf

καλώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
appeler, convoquons, citer, convoquez, rappeler, convoquer, sommer, assigner, convoquent, inviter, appel, appels, l'appel, téléphonique, appel de

καλώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
chiamare, chiamata, invito, chiamata in, chiamata di, richiamo

καλώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
verão, chame, intimar, chamar, chamada, chamada de, convite, apelo, de chamada

καλώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanschrijven, telefoontje, roep, telefoongesprek, oproepen, roepen

καλώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вызвать, собирать, требовать, выкликать, навлечь, созывать, созвать, навлекать, призывать, вызывать, сзывать, скликать, вызов, вызова, звонок, призыв, вызовов

καλώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
samtale, samtalen, anrop, call

καλώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
samtal, samtalet, samtals, uppmaning

καλώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kutsua, puhelu, puhelun, puheluun, call, soittaa

καλώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kalde, råbe, opkald, call, indkaldelse, opkaldet, opfordring

καλώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vyzvat, zvát, přivolávat, zavolat, obeslat, předvolat, přivolat, vybídnout, svolat, povolat, volání, výzva, hovor, hovoru, hovorů

καλώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zwołać, zawezwać, zwoływać, wezwać, pozywać, wzywać, wezwanie, wywoławczy, wołanie, wywołanie

καλώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hívás, hívást, felhívás, felhívást, felhívását

καλώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çağrı, arama, çağrısı, araması, görüşme

καλώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вимагати, скликати, призивати, визивати, виклик, дзвінок

καλώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
thirrje, telefonatë, thirrja, e thirrjes, thirrja e

καλώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
повикване, обаждане, покана, разговор, призив

καλώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выклік, выклік Ці, вызаў

καλώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kutse, üleskutse, kõne, üleskutset, kõnet, konkursikutse

καλώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dozvati, poziv, poziva, pozivnu, call, pozivima

καλώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kalla, símtal, hringja, símtali, símtala

καλώ στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
voco

καλώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sušaukti, kvietimas, paskambinti, skambučių, skambutis, skambučio

καλώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izsaukums, aicinājums, zvanu, zvans, zvana

καλώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
повик, на повик, повикот, повици, телефонски

καλώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
apel, de apel, apel de, de apelare, apel în

καλώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
razpis, klic, klicev, klica, poziv

καλώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
privolať, privolávať, volania, volanie, volaní, hovorov, hovor
Τυχαίες λέξεις