Воздействовать στα ελληνικά
Μετάφραση: воздействовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντιδρώ, επηρεάζω, ασκώ, παριστάνω, επιρροή, επενέργεια, επενεργώ, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- воздвижение στα ελληνικά - ανέγερση, πλαίσιο, σώμα, κατασκευή, πλαισιώνω, σκελετός, εξύψωση, ...
- воздействие στα ελληνικά - διάβημα, έμπνευση, κρούση, εξαναγκασμός, αντίδραση, αγωγή, επενεργώ, ...
- возделанный στα ελληνικά - καλλιεργούνται, καλλιεργείται, καλλιεργούμενες, καλλιεργηθεί, που καλλιεργούνται
- возделать στα ελληνικά - θεραπεύω, επεξεργάζομαι, κερνώ, μέχρι, σκαλίζω, ταμείο, κέρασμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Воздействовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντιδρώ, επηρεάζω, ασκώ, παριστάνω, επιρροή, επενέργεια, επενεργώ, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει
Μεταφράσεις: αντιδρώ, επηρεάζω, ασκώ, παριστάνω, επιρροή, επενέργεια, επενεργώ, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει