Вознамериваться στα ελληνικά
Μετάφραση: вознамериваться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκοπεύω, αποφασίζω, voznamerivatsya
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вознаграждающий στα ελληνικά - αποδοτικός, επικερδής, ανταμειπτικός, αποδοτικές, κερδοφόρες, αμειβόμενη
- вознаграждение στα ελληνικά - αποδοχές, συμψηφισμός, πληρώνω, έπαθλο, τιμάριο, επιχορήγηση, κατακυρώνω, ...
- вознегодовать στα ελληνικά - βρίσκομαι, είμαι, διανύω, ήταν, είχε, ήταν η, δεν
- вознесение στα ελληνικά - παρουσίαση, φουσκώνω, ανάβαση, πρήζω, εξογκώνω, ανάληψη, Αναλήψεως, ...
Τυχαίες λέξεις
Вознамериваться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκοπεύω, αποφασίζω, voznamerivatsya
Μεταφράσεις: σκοπεύω, αποφασίζω, voznamerivatsya