Λέξη: αντιστοιχώ
Σχετικές λέξεις: αντιστοιχώ
αντιστοιχώ στα αγγλικά, αντιστοιχώ σε, αντιστοιχώ μεταφραση, αντιστοιχώ συνώνυμα, αντιστοιχώ αντιστοιχίζω, αντιστοιχώ ή αντιστοιχίζω, αντιστοιχώ μετάφραση αγγλικά
Συνώνυμα: αντιστοιχώ
συμφωνώ, λογαριάζω, αλληλογραφώ, ανταποκρίνομαι, είμαι ανάλογος
Μεταφράσεις: αντιστοιχώ
αντιστοιχώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
correspond, tally, corresponding one
αντιστοιχώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
corresponder, concordar, cartearse, corresponderse, corresponden, correspondencia, de correspondencia
αντιστοιχώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
übereinstimmen, korrespondieren, darstellen, vorstellen, vertreten, verkörpern, entsprechen, entspricht
αντιστοιχώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
figurer, concorder, symboliser, correspondez, correspondons, répondre, correspondent, agréer, corresponds, représenter, correspondre, convenir, correspondance, correspond, de correspondance
αντιστοιχώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
corrispondere, corrispondenza, corrispondenza sono, di corrispondenza, di corrispondenza sono
αντιστοιχώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
corresponda, corresponder, correspondem, correspondência, de correspondência, corresponde
αντιστοιχώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afbeelden, vertegenwoordigen, corresponderen, overeenstemmen, overeen, overeenkomen, komen overeen
αντιστοιχώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
изображать, соответствовать, согласовываться, представлять, отвечать, равняться, переписываться, соответствуют, корреспонденции, соответствует, корреспонденции являются
αντιστοιχώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
korresponderer, tilsvare, tilsvarer, svarer, samsvarer
αντιστοιχώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
brevväxla, korrespondera, motsvarar, motsvara, överensstämmer, svarar, överensstämma
αντιστοιχώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
täsmätä, esittää, edustaa, sopia, vastata, vastaavat, vastaa, vastattava, vastaamaan
αντιστοιχώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
svarer, svare, overensstemmelse, i overensstemmelse
αντιστοιχώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
souhlasit, korespondovat, odpovídat, vyhovovat, odpovídají, odpovídá, odpovídaly
αντιστοιχώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nadać, nadawać, korespondować, odpowiadać, odpowiadają, spełnia, odpowiada
αντιστοιχώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megfelelnek, levelezési, felel, felelnek, megfelel
αντιστοιχώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
uymak, göstermek, karşılık, uygun, İletişim, gelmektedir, karşılık gelmektedir
αντιστοιχώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відповідайте, листуватися, відповідати, відповідатиме, відповідатимуть
αντιστοιχώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
korrespondoj, korrespondojnë, korrespondon, të korrespondojnë, korrespondojë
αντιστοιχώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съответства, отговаря, съответстват, отговарят, да съответства
αντιστοιχώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адпавядаць
αντιστοιχώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vastama, vastavad, vasta, vastab, vastavuses
αντιστοιχώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odgovarati, suglasan, odgovaraju, odgovara, podudaraju, korespondiraju
αντιστοιχώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
svara, samsvara, samræmi, í samræmi, samsvarar
αντιστοιχώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atstovauti, simbolizuoti, tikti, vaizduoti, reprezentuoti, susirašinėti, derėti, atitikti, atitinka, atitiktų, sutampa
αντιστοιχώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārstāvēt, simbolizēt, atbilst, atbilstību, jāatbilst, atbilstu
αντιστοιχώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
одговара, кореспондираат, одговараат, соодветствува, соодветствуваат
αντιστοιχώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
coresponda, corespunde cu, corespund, corespunde, corespundă
αντιστοιχώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ustrezajo, ustrezati, ustreza, ujemajo, ustrezata
αντιστοιχώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
korešpondovať, zhodovať, dopisovať
Τυχαίες λέξεις