Вонзить στα ελληνικά
Μετάφραση: вонзить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπήγω, μπηχτή, καταδύομαι, βουτώ, πέφτω, χωμένος, ώθηση, βουτιά, μεγάλο βήμα, κατάδυση, καταδύσεων, μεγάλη απόφαση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вонзать στα ελληνικά - βουτώ, πέφτω, μπήγω, καταδύομαι, ώθηση, δουλειά, χωμένος, ...
- вонзаться στα ελληνικά - βυθίζομαι, βυθίζω, νεροχύτης, ναυαγώ, μπαίνω, εισέρχομαι, vonzatsya
- вонища στα ελληνικά - βρώμα, μπόχα, βρομιά, βρομώ, βρόμα, δυσωδία, vonischa
- вонь στα ελληνικά - βρόμα, δυσωδία, βρομιά, βρομώ, βρώμα, μπόχα, δυσοσμία, ...
Τυχαίες λέξεις
Вонзить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπήγω, μπηχτή, καταδύομαι, βουτώ, πέφτω, χωμένος, ώθηση, βουτιά, μεγάλο βήμα, κατάδυση, καταδύσεων, μεγάλη απόφαση
Μεταφράσεις: μπήγω, μπηχτή, καταδύομαι, βουτώ, πέφτω, χωμένος, ώθηση, βουτιά, μεγάλο βήμα, κατάδυση, καταδύσεων, μεγάλη απόφαση