Ворчливый στα ελληνικά
Μετάφραση: ворчливый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκυθρωπός, κακότροπος, γκρινιάρης, μεμψίμοιρος
Μεταφράσεις
- ворчливо στα ελληνικά - peevishly
- ворчливость στα ελληνικά - γκρίνια, δυστροπία
- ворчун στα ελληνικά - γρινιάρης, μουρμούρης
- ворчунья στα ελληνικά - γρινιάρης, μουρμούρης
Τυχαίες λέξεις
Ворчливый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκυθρωπός, κακότροπος, γκρινιάρης, μεμψίμοιρος
Μεταφράσεις: σκυθρωπός, κακότροπος, γκρινιάρης, μεμψίμοιρος