Воспаленный στα ελληνικά
Μετάφραση: воспаленный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θυμωμένος, ευέξαπτος, οξύθυμος, οργισμένος, φλεγμονή, με φλεγμονή, φλεγμονώδεις, φλεγμονώδη, φλεγμονή των
Μεταφράσεις
- воскрешение στα ελληνικά - ανάσταση, αναγέννηση, αναβίωση, αναζωογόνηση, επιστροφή, ανάστασης, την ανάσταση, ...
- воспаление στα ελληνικά - φλεγμονή, φλεγμονής, της φλεγμονής, τη φλεγμονή, φλεγμονές
- воспалительный στα ελληνικά - εμπρηστικός, φλεγμονώδη, φλεγμονώδεις, φλεγμονωδών, φλεγμονώδους, φλεγμονώδης
- воспалить στα ελληνικά - ανάβω, ερεθίζω, φωτίζω, ξανθός, φωτερός, φλογίζω, φλέγω, ...
Τυχαίες λέξεις
Воспаленный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θυμωμένος, ευέξαπτος, οξύθυμος, οργισμένος, φλεγμονή, με φλεγμονή, φλεγμονώδεις, φλεγμονώδη, φλεγμονή των
Μεταφράσεις: θυμωμένος, ευέξαπτος, οξύθυμος, οργισμένος, φλεγμονή, με φλεγμονή, φλεγμονώδεις, φλεγμονώδη, φλεγμονή των