Восполнять στα ελληνικά

Μετάφραση: восполнять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατασκευάζω, φτιάχνω, ολοκληρώνω, περατώνω, παροχή, ολόκληρος, χορήγηση, εξαναγκάζω, παρέχω, κάνω, προμήθεια, συμπληρώνω, συμπληρώσουν, eke, φέρουν βόλτα, τα φέρουν βόλτα
Восполнять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • воспламеняться στα ελληνικά - πυροβολώ, φωτιά, ερεθίζω, πυρκαγιά, απολύω, αναφλέγονται, αναφλεγεί, ...
  • восполнить στα ελληνικά - γεμίζω, κάνω, συσκευάζω, τράπουλα, εξαναγκάζω, κατασκευάζω, πακέτο, ...
  • воспользоваться στα ελληνικά - αγκάλιασμα, αγκαλιάζω, χρησιμοποιώ, κατάσχω, καταλαμβάνω, χρήση, να επωφεληθούν από, ...
  • воспоминание στα ελληνικά - ανάμνηση, μνήμη, αναδρομή, μνήμης, τη μνήμη, της μνήμης, μνήμη του
Τυχαίες λέξεις
Восполнять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατασκευάζω, φτιάχνω, ολοκληρώνω, περατώνω, παροχή, ολόκληρος, χορήγηση, εξαναγκάζω, παρέχω, κάνω, προμήθεια, συμπληρώνω, συμπληρώσουν, eke, φέρουν βόλτα, τα φέρουν βόλτα