Λέξη: διαπεραστικός

Συνώνυμα: διαπεραστικός

διάτορος, οξύς, διαχυτικός, διαβρωτικός, διαπερατός, διαχωρητικός

Μεταφράσεις: διαπεραστικός

διαπεραστικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
shrill, piercing, penetrative, penetrating, penetrable

διαπεραστικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
penetrante, chillón, estridente, agudo, chillona, aguda

διαπεραστικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stechend, gell, durchbohrend, schrill, schneidend, schrillen, schrille, schriller, schrilles

διαπεραστικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
affilé, perçage, strident, acéré, pénétrant, âpre, voyant, tranchant, lancinant, piquant, perforation, tapageur, mordant, aigu, pointu, aigre, aiguë, stridente, perçant

διαπεραστικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
acuto, stridulo, stridula, acuta, squillante

διαπεραστικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
agudo, chuveiro, estridente, aguda, estridentes, esganiçada

διαπεραστικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schril, schelklinkend, scherp, snerpend, snibbig, bits, schel, schrille, schelle, shrill

διαπεραστικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
прокол, назойливый, остроконечный, визгливый, зычный, резкий, рысий, пронизывающий, прокалывание, пронзительный, острый, пробивной, крикливый, проницательный, настойчивый, сверлящий, пронзительно, пронзительным, пронзительные

διαπεραστικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skingrende, skjærende, gjennomtrengende, shrill, lykkelig kommentator kommer

διαπεραστικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gäll, gällt, skärande, shrill, genomträngande

διαπεραστικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
läpitunkeva, korviavihlova, kirkuva, kimeä, terävä-ääninen, hirmuinen, lävistys, kimakka, shrill, kiivas, äänekäs

διαπεραστικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skingrende, skinger, skingre, skærende, skingert

διαπεραστικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ostrý, děrování, probíjení, zaječení, pronikavý, nápadný, křiklavý, ječivý, bodavý, probíjející, pronikavé, pronikavým, pronikavě

διαπεραστικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przedziurawianie, wrzaskliwy, ostry, dziurkowanie, przenikliwy, przedziurawienie, przebicie, krzykliwy, piskliwy, przebijanie, przeraźliwy, przeszywający

διαπεραστικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
visító, éles, harsány, metsző, élesen

διαπεραστικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
keskin, tiz, tiz bir, shrill, kaba zurna, cırtlak

διαπεραστικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
отвір, проникливий, пронизливий, укол, буріння, різкий, гострий, пронизливе, пронизлива, пронизливим, пронизливо

διαπεραστικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i mprehtë, mprehtë, e mprehtë, vikatje, vikat

διαπεραστικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
писклив, пронизителен, остър, пронизително, рязък

διαπεραστικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пранізлівы, прарэзлівы, пранізьлівы, пранізлівае, пранізліва

διαπεραστικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kime, puuriv, kriise, kriiskav, läbilõikav, kiunuv, räige, kilav

διαπεραστικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pištati, oštar, piskati, prodiranje, strašan, probadaju, prodoran, pisnuti, vrištati, prodorni, kreštav

διαπεραστικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
shrill

διαπεραστικός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
penetrabilis

διαπεραστικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
veriamas, nuskambėti, rėksmingas, aštrus, spiegiamas

διαπεραστικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzmācīgs, spalgs, griezīgs, spalgi kliegt

διαπεραστικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
писклив, на неверојатно остар, неверојатно остар, слушна силна

διαπεραστικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
strident, ascuțit, shrill, ascuțită, ascutit

διαπεραστικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
rezek, predirljiv, Prodoran, Vrištati, Piskav

διαπεραστικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ostrý, prenikavý
Τυχαίες λέξεις