Восстать στα ελληνικά
Μετάφραση: восстать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επαναστατώ, επαναστάτης, εξέγερση, αύξηση, αυξηθεί, αυξηθούν, αυξάνεται, αυξάνονται
Μεταφράσεις
- восстановить στα ελληνικά - προβαίνω, αναρρώνω, αναστηλώνω, προχωρώ, αναζωογονώ, αποκαθιστώ, αναβιώνω, ...
- восстановление στα ελληνικά - αναζωογόνηση, αποκατάσταση, ανάσταση, επαναφορά, ανακαίνιση, αναβίωση, ανάρρωση, ...
- восток στα ελληνικά - ανατολή, ανατολικά, ανατολική, ανατολικό, ανατολικής
- востоковед στα ελληνικά - έρευνα, οριενταλιστής, ανατολίτικων, οριενταλιστικές, οριενταλιστικά, ανατολιστή
Τυχαίες λέξεις
Восстать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επαναστατώ, επαναστάτης, εξέγερση, αύξηση, αυξηθεί, αυξηθούν, αυξάνεται, αυξάνονται
Μεταφράσεις: επαναστατώ, επαναστάτης, εξέγερση, αύξηση, αυξηθεί, αυξηθούν, αυξάνεται, αυξάνονται