Восхитить στα ελληνικά

Μετάφραση: восхитить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατάσχω, αιχμαλωσία, εισβάλλω, αιχμαλωτίζω, αρπάζω, χαρά, εντρυφώ, ηδονή, ευφροσύνη, καταλαμβάνω, απόλαυση, ευχαρίστηση, απόλαυσης, την απόλαυση
Восхитить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • восхвалять στα ελληνικά - εκθειάζω, μεγαλοποιώ, έπαινος, έπαινο, επαίνους, τον έπαινο, επαίνου
  • восхитительный στα ελληνικά - αίθριος, απίθανος, ψιλή, ένδοξος, πρόστιμο, μεγάλος, τερπνός, ...
  • восхититься στα ελληνικά - θαυμάζω, θαυμάσετε, θαυμάσει, θαυμάσουν, να θαυμάσετε
  • восхищать στα ελληνικά - κατάσχω, συλλαμβάνω, εισβάλλω, σφίγγω, αιχμαλωτίζω, χαρά, παίρνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Восхитить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατάσχω, αιχμαλωσία, εισβάλλω, αιχμαλωτίζω, αρπάζω, χαρά, εντρυφώ, ηδονή, ευφροσύνη, καταλαμβάνω, απόλαυση, ευχαρίστηση, απόλαυσης, την απόλαυση